- κορέσω
- κορέννυμιsatiateaor subj act 1st sgκορέννυμιsatiatefut ind act 1st sgκορέννυμιsatiateaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορέσω — Κόρεσος masc nom/voc/acc dual Κόρεσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέσῳ — Κόρεσος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρεσα — (να κορέσω, κατά το διαίρεσα, βλ. πίν. 76 , αόρ. του αρχ. ρ. κορέννυμι/κορεννύω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής